- χάβαρο
- το устрица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάβαρο — το, Ν 1. κοινή ονομασία μικρού στρειδιού 2. το γυναικείο αιδοίο 3. μτφ. χαζός, αργόστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
χάβαρο — το 1. είδος στρειδιού. 2. ο βραδύνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαβαρικό — το, Ν [χάβαρο] συν. στον πληθ. τα χαβαρικά όλα τα φαγώσιμα οστρακοειδή … Dictionary of Greek
χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ … Dictionary of Greek